Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κωτίλα καὶ σιγηλὰ ζῶα

См. также в других словарях:

  • κωτίλος — κωτίλος, η, ον (Α) 1. φλύαρος 2. (για ζώα) αυτός που έχει φωνή, σε αντιδιαστολή με τον σιγηλό («καὶ τὰ μὲν κωτίλα, τὰ δὲ σιγηλά», Αριστοτ.) 3. μτφ. εκφραστικός («κωτίλον ὄμμα», Φιλόδ.) 4. (για μουσική) αυτός που δεν είναι σοβαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»